- κουλεβρίνα
- η(στρ. ιστ.) ένα από τα αρχαιότερα πυροβόλα όπλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. couleuvrine < γαλλ. couleuvre < δημώδες λατ. colobra < λατ. coluber «φίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.